6o Τακτικό Εθνικό Συνέδριο Μετρολογίας, Αθήνα, 13-14 Μαΐου 2016
Αβεβαιότητα που εισάγεται στη μέτρηση ραδιενέργειας εδάφους από τα σφάλματα ορισμού δειγματοληψίας
Στις μετρήσεις για την εκτίμηση συγκέντρωσης ραδιοϊσοτόπων στο έδαφος, διαπιστώνονται συνιστώσες αβεβαιότητας, πέραν αυτών που αποδίδονται στην εργαστηριακή ανάλυση κάθε δείγματος, οι οποίες οφείλονται στα ονομαζόμενα σφάλματα ορισμού του μετρούμενου μεγέθους. Στην παρούσα εργασία αναγνωρίζονται τρεις κατηγορίες τέτοιων σφαλμάτων, τυχαίων ή/και συστηματικών: (i) σφάλμα ορισμού εξαιτίας της μορφής και της πυκνότητας των σημείων του σχήματος δειγματοληψίας, (ii) σφάλμα ορισμού της αληθινής κατανομής της συγκέντρωσης, από μοναδική δειγματοληψία και (iii) σφάλμα ορισμού της ιστορίας του εδάφους στο σημείο δειγματοληψίας. Το σφάλμα (i), στην παρούσα εργασία, αποτιμάται με βάση το σχήμα δειγματοληψίας από 1200 περίπου διαφορετικά σημεία, που χρησιμοποιήθηκε από το Εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας ΕΜΠ για την χαρτογράφηση της συγκέντρωσης φυσικών και τεχνητών ραδιοϊσοτόπων στο επιφανειακό έδαφος της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η μεθοδολογία που ακολουθείται μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες ανάλογες εργασίες. Το σφάλμα (ii) αποτιμάται ως προς ορισμένη μεθοδολογία, σε σχέση με άλλες απλούστερες εναλλακτικές. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν αποτελέσματα από επιφανειακή και κατά βάθος δειγματοληψία αυστηρής μεθοδολογίας, σε έδαφος γνωστής ιστορίας, με βάση κάναβο πλευράς 60m και κόμβους ανά 20m, από την οποία έχει ήδη δημοσιευθεί η αβεβαιότητα που οφείλεται στη μέθοδο δειγματοληψίας και την εργαστηριακή ανάλυση. Με αυτό τον τρόπο διερευνάται η αβεβαιότητα που προστίθεται όταν εφαρμόζονται πιο προσεγγιστικές μεθοδολογίες, δηλαδή όταν αλλάζει ο ορισμός της μεθοδολογίας δειγματοληψίας και μέτρησης. Τέλος, το σφάλμα (iii) διερευνάται ποιοτικά και, όσο είναι δυνατόν, ποσοτικά, με βάση συγκεκριμένες υποθέσεις για την ιστορία του εδάφους (π.χ. αδιατάρακτο, βοσκοτόπι, καλλιεργήσιμο κ.ά.). Για αυτό χρησιμοποιήθηκαν επιφανειακές και κατά βάθος δειγματοληψίες εδάφους αυστηρής μεθοδολογίας, από 14 μεμονωμένες τοποθεσίες. Προκύπτουν και σχολιάζονται χαρακτηριστικά παραδείγματα της αρχικής υπόθεσης για την ιστορία του εδάφους, η ακρίβεια της οποίας αξιολογείται από τις μετρητικές διαπιστώσεις. Η παρούσα εργασία (α) αναδεικνύει τους περιορισμούς και τις δυνατότητες σχημάτων δειγματοληψίας επιφανειακού εδάφους και το πώς πρέπει να βελτιώνονται, αν χρειάζεται, με στόχο την ελαχιστοποίηση της εγγενούς αβεβαιότητας του αποτελέσματος, (β) επιτρέπει την κατανόηση του ποιος απλοποιητικός συμβιβασμός μπορεί να γίνει αποδεκτός για την υποκατάσταση μιας κοστοβόρου δειγματοληψίας αυστηρής -αλλά πιθανόν μη πρακτικής- μεθοδολογίας, από άλλη πλέον προσεγγιστική, σε ό,τι αφορά κυρίως στη διενέργεια μετρήσεων μεγάλης κλίμακας και (γ) δείχνει τη συμβολή μιας λανθασμένης, για την ιστορία του εδάφους, αρχικής υπόθεσης στην εγγενή αβεβαιότητα του αποτελέσματος.